Πώς οι εταιρείες στοιχημάτων (bookmakers) αποκομίζουν χρηματικά οφέλη
19 June, 2020

Υπάρχουν πολλές διαφορές όταν ένα άτομο τοποθετεί στοιχήματα με προσφιλή του πρόσωπα και όταν καλείται να πράξει το ίδιο έχοντας όμως αντίπαλο αυτή τη φορά μια στοιχηματική εταιρεία (bookmaker). Αυτό που κάποιος πρέπει να συνειδητοποιήσει είναι ότι στο σύνολό τους οι στοιχηματικές εταιρείες και τα ανταλλακτήρια στοιχημάτων (στη στοιχηματική ορολογία καλούνται exchanges)  επιδιώκουν την επίτευξη κέρδους. Αν δεν κατορθώσουν να καταγράψουν χρηματικά οφέλη από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα τότε απλώς δε θα μπορέσουν οικονομικά να επιβιώσουν. Επιπρόσθετα αυτού του είδους οι εταιρικές μονάδες έχουν σημαντικά κόστη τα οποία και θα πρέπει να καλύψουν πριν ακόμα ουσιαστικά εκκινήσουν τη λειτουργία τους.

 

Κατά συνέπεια γεννάται το ερώτημα: πώς επιτυγχάνουν να αποκομίζουν κέρδη; Μια σύντομη απάντηση είναι ότι για κάθε στοίχημα που προσφέρουν μεριμνούν να εμπεριέχεται σε αυτό ένα ποσοστό περιθωρίου κέρδους (margin). Τούτο συμβαίνει δημοσιεύοντας ο αρμόδιος υπάλληλος της στοιχηματικής εταιρείας ( καλείται trader) σετ αποδόσεων μικρότερο από την πιθανότητα επαλήθευσης κάποιου σημείου (λ.χ. νίκη γηπεδούχου, νίκη φιλοξενούμενου, ισοπαλία).

 

Το παραπάνω λαμβάνει χώρα σε όλες τις στοιχηματικές αγορές. Εξαίρεση αποτελούν προωθητικές ενέργειες που συχνά υλοποιούν οι εταιρείες και στις οποίες ένα στοιχηματικό γεγονός προσφέρεται δίχως την ύπαρξη περιθωρίου κέρδους (0% γκανιότα). Ωστόσο συνήθως δε μπορούν να τοποθετηθούν μεγάλα χρηματικά ποσά.

 

Το περιθώριο κέρδους διαφέρει ανάλογα το άθλημα και τη στοιχηματική αγορά. Ένας βασικός κανόνας έχει να κάνει με το αν ένα στοιχηματικό γεγονός προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών παικτών και συνεπώς δέχεται αυξημένα χρηματικά ποσά –τζίρο. Τότε το περιθώριο κέρδος είναι μικρό. Αυτό μερικώς συμβαίνει διότι οι εταιρείες στοιχημάτων μέσω του αυξημένου αυτού όγκο κεφαλαίων που ποντάρονται επιτυγχάνουν με μικρό περιθώριο κέρδους (γκανιότα) περισσότερα κέρδη. Επίσης μια στοιχηματική εταιρεία μπορεί πιο αποτελεσματικά να αξιολογήσει ένα στοιχηματικό γεγονός που δέχεται μεγάλο αριθμό στοιχημάτων και έτσι να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις πιθανότητες επαλήθευσης ενός σημείου (νίκη γηπεδούχου, νίκη φιλοξενούμενου, ισοπαλία). Ακόμα ο υψηλός τζίρος συνεπάγεται μείωση της απόδοσης του σημείου εκείνου που δέχεται τα χρήματα (το σετ αποδόσεων γίνεται πιο ακριβές, ρεαλιστικό). Επιπρόσθετα ο διαρκής ανταγωνισμός μεταξύ των στοιχηματικών εταιρειών ο οποίος ενταντικοποιείται για εκείνες τις αγορές που δέχονται έντονο τζίρο (turnover) τείνει να οδηγεί στη μείωση του περιθωρίου κέρδους.

 

Το περιθώριο κέρδους διαφέρει ανάλογα το άθλημα και τη στοιχηματική αγορά. Ένας βασικός κανόνας έχει να κάνει με το αν ένα στοιχηματικό γεγονός προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών παικτών και συνεπώς δέχεται αυξημένα χρηματικά ποσά –τζίρο. Τότε το περιθώριο κέρδος είναι μικρό.

Άλλος βασικός κανόνας είναι ότι όσα περισσότερα πιθανά αποτελέσματα διαθέτει μια στοιχηματική αγορά τόσο υψηλότερο περιθώριο κέρδους αυτή παρουσιάζει. Σε αυτή την περίσταση η προσπάθεια να εκτιμηθεί η πιθανότητα επαλήθευσης διαφορετικών σημείων ενός στοιχηματικού γεγονούς είναι δύσκολη. Η δυσκολία για τις στοιχηματικές εταιρείες έγκειται στο γεγονός ότι οι συνέπειες ενός λάθους θα είναι σημαντικές και αυξημένα περιθώρια κέρδους θα είναι δύσκολο να παρατηρηθούν από παίκτη που δε διαθέτει σημαντική στοιχηματική εμπειρία και κατατάσσεται στην κατηγορία των αρχάριων.  

 

Τα περιθώρια κέρδους που εφαρμόζει ένας bookmaker για διάφορες στοιχηματικές αγορές υπολογίζονται σχετικά εύκολα. Για να καταστεί κατανοητό θα παραθέσουμε ένα παράδειγμα επιλέγοντας ένα σετ αποδόσεων του αγώνα της Premier League μεταξύ των ομάδων Leicester και Bornemouth.

 

Η στοιχηματική εταιρεία Pinnacle δημοσιεύει τις κάτωθι αποδόσεις

 

Leicester 1.68

Draw 4.04

Bournemouth 5.40

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμίσουμε πως οι δεκαδικές αποδόσεις είναι η αντιστροφή της πιθανότητας επαλήθευσης ενός σημείου. Στην προκειμένη περίπτωση η Pinnacle προσφέρει τη νίκη της γηπεδούχου Leicester στην απόδοση 1.68 που αυτό μεταφράζεται σε πιθανότητα 59.524% η συγκεκριμένη ομάδα να επικρατήσει έναντι της αντιπάλου της. Το ποσοστό αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο παίκτης (punter στη στοιχηματική ορολογία) ποντάροντας σε αυτή την πιθανότητα σε μακροχρόνια βάση θα καταγράψει κέρδος.

 

100/1.68=59.524%

 

Αντίθετα αν παίκτης επιλέξει να στοιχηματίσει στην ισοπαλία έχει 24.814% πιθανότητες επίτευξης μακροχρόνιου κέρδους

 

100/4.04=24.814%

 

Αν ο τώρα ο παίκτης επιλέξει να στοιχηματίσει στην επικράτηση της φιλοξενούμενης ομάδας (Bournemouth) τότε οι πιθανότητες ανέρχονται στο ποσοστό 18.519

 

100/5.40= 18.519%

 

Προσθέτοντας το σύνολο των ανωτέρω ποσοστών διαπιστώνουμε ότι η Pinnacle έχει δημοσιοποιήσει ένα σετ αποδόσεων το οποίο στο σύνολό του ξεπερνάει το 100%.

 

59.524%+24.814%+18.519%=102.857%

 

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αν ένας παίκτης –υποθετικά- αποφάσιζε να στοιχηματίσει αναλογικά χρηματικά ποσά και στα τρία πιθανά αποτελέσματα θα χρειαζόταν να ποντάρει €102,857 για να εισπράξει/αποζημιωθεί με €100,00.

Συγκεκριμένα έχουμε:

 

€59.524*1.68=100

 

€24.814 *4.04=100

 

€18.519*5.40=100

 

Από τη στιγμή που χρειάζεται να ποντάρεις €102,857 για να εισπράξεις/αποζημιωθείς με €100,00 τότε θεωρητικά το ποσοστό αποπληρωμής της Pinnacle ανέρχεται στον αριθμό 97.22 ήτοι:

 

100/102.857=97.22

 

Αν υποθέσουμε πως τυχαία ένας παίκτης τοποθετούσε μονά στοιχήματα τότε σε μακροχρόνια βάση θα έχανε το περιθώριο κέρδους που θα προέβλεπε ο bookmaker κατά την κατάρτιση/υπολογισμό του σετ αποδόσεων.

 

Το να προβαίνει κάποιος σε υπολογισμούς όπως πράξαμε παραπάνω είναι μια διαδικασία που ενδεχομένως θεωρείται βαρετή. Στο διαδίκτυο υπάρχουν πολλά εργαλεία όπου με μια απλή καταχώρηση δεδομένων μπορεί να κάνουν- για λογαριασμό του κάθε ενδιαφερόμενου- τους σχετικούς υπολογισμούς.

 

Σήμερα υπάρχει ένας αστικός μύθος ότι οι στοιχηματικές εταιρείες εργάζονται σκληρά για να εξασφαλίσουν κέρδη άσχετα από το τελικό αποτέλεσμα των διαφορετικών στοιχηματικών αγορών που προσφέρουν.

Ένα λάθος στο οποίο υποπίπτουν πολλές φορές οι αρχάριοι παίκτες είναι ότι θεωρούν πως οι στοιχηματικές εταιρείες επιμερίζουν με ισομερή τρόπο το περιθώριο κέρδους μεταξύ των διαφορετικών σημείων ενός γεγονότος. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο οι bookmakers είναι πιθανό να μεριμνήσουν για καθορισμό περιθωρίου κέρδους σε υψηλές αποδόσεις παρά σε χαμηλές. Αυτή είναι μια από τις αιτίες της μακρόχρονης προκατάληψης των φαβορί (favourite-longshot bias) ένα φαινόμενο δηλαδή όπου ο παίκτης συχνά υποτιμά την ομάδα που είναι φαβορί (συγκεντρώνει δηλαδή τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει σε μια αναμέτρηση) υπερτιμώντας τις ικανότητες του αουτσάιντερ (δηλαδή η ομάδα εκείνη που με βάση τις πιθανότητες δεν έχει πολλές ελπίδες για να κερδίσει).

 

Οι όροι bookmaking και bookmaker προέρχονται από την πρακτική που εφαρμόστηκε τους προηγούμενους αιώνες και όπου γίνονταν καταγραφή των στοιχημάτων σε ένα βιβλίο. (Στο σημείο αυτό χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε την έννοια bookmaking. Με τον όρο αυτό εννοούμε την δραστηριότητα εκείνη κατά την οποία ο πάροχος στοιχημάτων λαμβάνει την αξία του πονταρίσματος από έναν παίκτη και αποζημιώνει αυτόν μόνο όταν το ποντάρισμά του καταστεί νικηφόρο.) Η εταιρεία στοιχημάτων (bookmaker) καταγράφει το σύνολο των διαφορετικών στοιχημάτων που έχουν τοποθετηθεί και έτσι έχουμε «το βιβλίο (book)». Εάν μια εταιρεία στοιχημάτων είναι σε θέση να εξισορροπήσει τα στοιχήματα ανάλογα με τις αποδόσεις τότε εγγυάται την επίτευξη ενός κέρδους άσχετα από την έκβαση του αποτελέσματος ενός αγώνα.

 

Σήμερα υπάρχει ένας αστικός μύθος ότι οι στοιχηματικές εταιρείες εργάζονται σκληρά για να εξασφαλίσουν κέρδη άσχετα από το τελικό αποτέλεσμα των διαφορετικών στοιχηματικών αγορών που προσφέρουν.

 

Αν και καμία από τις στοιχηματικές εταιρείες στις οποίες έχω εργαστεί δεν ήταν υπέρμαχη ενός υπερβολικά μη εξισορροπημένου βιβλίου καμία από αυτές ωστόσο δεν επιχειρούσε να το ισορροπήσει. Κανένας συντάκτης-δημιουργός (compiler) αποδόσεων, έμπορος (trader) ή αναλυτής κινδύνου (risk manager) που γνωρίζω δε στοχεύει να ασχοληθεί με αυτό. Είναι ευχαριστημένοι με το να αναλάβουν μέρος του κινδύνου (risk).  Τρεις είναι οι κύριοι στόχοι που καλούνται να εκπληρώσουν:

 

1) Να εξασφαλίσουν ότι καμία απόδοση που προσφέρεται στον πελάτη δεν έχει στοιχηματική αξία (value)

 

Αν μια απόδοση θεωρηθεί πως έχει στοιχηματική αξία (ουσιαστικά ο παίκτης θα πραγματοποιήσει value bet) τότε η πιθανότητα ένα τελικό αποτέλεσμα να επαληθευτεί είναι μεγαλύτερη από εκείνη που αντανακλά η απόδοσή του. Σε αυτό δε χωρούν εξαιρέσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε όταν η στοιχηματική εταιρεία διαθέτει ένα μη εξισορροπημένο βιβλίο και διαφωνεί ουσιαστικά με την αγορά.

 

Για να καταστήσουμε τη φράση αυτή πιο κατανοητή θα χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του αγώνα που έλαβε χώρα το 2017 μεταξύ των αθλητών boxing Mayweather και McGregor. Είμαι σε θέση να γνωρίζω πως αρκετοί bookmakers θεωρούσαν πως παικτική αξία είχε η επιλογή του πρώτου (Mayweather) διότι πολύ απλά το βιβλίο τους ήταν κατακλεισμένο από στοιχήματα που τοποθετούνταν από παίκτες που απλώς πόνταραν για λόγους ψυχαγωγικούς/αναψυχής στον McGregor και ο τζίρος που συγκεντρώνονταν από παίκτες που πόνταραν με μια πιο επαγγελματική σκοπιά ήταν λίγος. Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε στη μνήμη μας πως οι στοιχηματικές εταιρείες αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν αποδόσεις που διακρίνονται για την παικτική τους αξία.

 

2) Αποφυγή να προσφέρεις σετ αποδόσεων που είναι μακριά από τη λογική της αγοράς

 

Αποδόσεις που δεν είναι εναρμονισμένες με τη γενικότερη τάση της αγοράς θα δώσουν τη δυνατότητα/ευκαιρία στο παίκτη να βγει κερδισμένος υιοθετώντας την τεχνική του arbitrage. Με αυτή την τεχνική θα τοποθετήσει -σε διαφορετικές πάντοτε στοιχηματικές εταιρείες- με αναλογικό τρόπο χρήματα σε όλα τα πιθανά αποτελέσματα ενός στοιχηματικού γεγονότος εξασφαλίζοντας έτσι σίγουρα κέρδος. Όπως είναι λογικό οι bookmakers απεχθάνονται τους παίκτες που ασχολούνται με την τεχνική του arbitrage και προσπαθούν να περιορίσουν τις διαθέσιμες στοιχηματικές επιλογές/πιθανότητες.

 

Βέβαια μερικές στοιχηματικές εταιρείες αντιβαίνουν της λογικής αυτής και δε λαμβάνουν μέτρα κατά παικτών που υιοθετούν την πρακτική του arbitrage. Αυτό το πράττουν διότι είναι πεπεισμένες πως διαθέτουν συρρικνωμένες αποδόσεις σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους και έτσι σε μακροχρόνια βάση θα βγουν κερδισμένοι και από αυτή την κατηγορία των παικτών/τζογαδόρων.

 

3) Να ελέγχουν και να περιορίζουν τον κίνδυνο που ο κάθε bookmaker υποθέτει πως υπάρχει για κάθε αποτέλεσμα ενός στοιχήματος

 

Η ύπαρξη ρίσκου είναι κάτι αποδεκτό ωστόσο υπάρχουν όρια στο μέγεθος του ρίσκου που μπορεί να αναληφθεί για κάθε πιθανό αποτέλεσμα.

 

Ακόμα και όταν οι εταιρείες στοιχημάτων είναι πρόθυμες να αναλάβουν ρίσκο, αυτό δε σημαίνει πως δε θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα στοιχήματα προκειμένου να μειώσουν τις αποδόσεις.

 

Αρκετές στοιχηματικές εταιρείες διαθέτουν αυτοματοποιημένα πληροφοριακά συστήματα διαχείρισης κινδύνου (automated risk management systems) τα οποία σε πραγματικό χρόνο (online) και ανάλογα με τα στοιχήματα που δέχονται προσαρμόζουν τις αποδόσεις. Αυτό δε συγκαταλέγεται μονάχα στην προσπάθεια να εξισορροπηθεί το βιβλίο στοιχημάτων που ο κάθε bookmaker διαθέτει αλλά πρωτίστως να αποφευχθεί η πιθανότητα να προσφερθούν αποδόσεις που για τον παίκτη θα έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία. Η ύπαρξη ενός μη ισορροπημένου βιβλίου στοιχημάτων μπορεί υπό προϋποθέσεις να θεωρηθεί πως ο bookmaker προσφέρει value bets και συνεπώς ελλοχεύει ο κίνδυνος ο παίκτης να ωφεληθεί.

 

Επίσης πολλά από αυτά τα αυτοματοποιημένα πληροφοριακά συστήματα διαχείρισης κινδύνου λαμβάνουν υπόψη ποιος ή ποιοι πελάτες τοποθέτησαν στοιχήματα σε κάθε πιθανό αποτέλεσμα μιας στοιχηματικής αγοράς. Αυτό το ιστορικό εξυπακούεται πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διαπιστώσει ποιοι πελάτες γνωρίζουν τι κάνουν ποντάροντας στοιχήματα σε ένα συγκεκριμένο άθλημα ή διοργάνωση. Θα ήταν αφελές από πλευρές στοιχηματικών εταιρειών να μην αξιολογήσουν/αποτιμήσουν τη συγκεκριμένη πληροφόρηση. Οι  bookmakers που λειτουργούν με έναν άκρως επαγγελματικό τρόπο θα χρησιμοποιήσουν προς ίδιο όφελος τους παίκτες εκείνους που αποδεδειγμένα κατέχουν την ικανότητα να εντοπίζουν στοιχηματικές ευκαιρίες (value bets). Η συγκεκριμένη «χρησιμοποίηση» σχετίζεται με την έγκαιρη λήψη μέτρων για τον περιορισμό – από πλευράς στοιχηματικών εταιρειών- των τιμών του σετ αποδόσεων και πλεονεκτημάτων/μειονεκτημάτων.

 

Γενικά θα μπορούσαμε με στόμφο να τονίσουμε πως οι bookmakers δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να λειτουργούν όπως οι παλιές χρηματιστηριακές αγορές (old stock markets) όπου επικρατούσε το γνωμικό «αγόρασε φθηνά και πούλα ακριβά». Αυτό φαινομενικά ηχεί ξενικά/περίεργα διότι με την πρώτη ματιά κυριαρχεί η εντύπωση πως μια στοιχηματική εταιρεία ασχολείται μόνο με την πώληση (τιμών απόδοσης). Ωστόσο η αλήθεια είναι πως όταν ένας bookmaker δέχεται ένα στοίχημα τότε πραγματοποιεί ένα στοίχημα στο αντίθετο πιθανό αποτέλεσμα (outcome). Αυτό είναι αληθές για όλα τα στοιχήματα που μια εταιρεία στοιχημάτων προσφέρει αλλά απεικονίζεται καλύτερα στις αγορές του ασιάτικου χάντικαπ (asian handicap) όπου τα πιθανά αποτελέσματα για κάθε στοιχηματικό γεγονός είναι δύο (two-way market).

 

Ας υποθέσουμε ότι μια στοιχηματική εταιρεία προσφέρει το ασιάτικο χάντικάπ -1.5 (asian handicap) στον αγώνα της Premier League μεταξύ των ομάδων Manchester United και Crystal Palace. Η αναμέτρηση λαμβάνει χώρα στην έδρα της πρώτης και συγκεκριμένα στο στάδιο του Old Trafford. Το σετ αποδόσεων έχει ως εξής: Η επικράτηση της Manchester United -1.5 πληρώνει 1.909 ενώ το πλεονέκτημα +1.5 της φιλοξενούμενης Crystal Palace έχει τιμή απόδοσης 2.00. Αν τώρα ένα πελάτης/παίκτης στοιχηματίσει €1.000,00 στη γηπεδούχο ομάδα (-1.5=1.909) για τη στοιχηματική αγορά είναι ακριβώς το ίδιο με το να ποντάρει κάποιος €909,00 σε απόδοση 2.10 στο +1.5 της Crystal Palace.

 

Ο bookmaker πράττει το αντίθετο από εκείνο που επιλέγει να κάνει ο πελάτης/παίκτης. Έτσι εάν ο παίκτης ποντάρει €1.000,00  για να εξασφαλίσει καθαρό κέρδος €909,00 η στοιχηματική εταιρεία ποντάρει €909,00 για να κερδίσει €1.000,00. Τα €1.000,00 αντιστοιχούν στο χαμένο στοίχημα του πελάτη. Αφού οι δεκαδικές αποδόσεις είναι το κλάσμα (ποντάρισμα+δυνητικό κέρδος/ποντάρισμα), οι αποδόσεις του bookmaker για το μη νικηφόρο στοίχημα του παίκτη θα είναι 2.10. Αυτό καταγράφεται ως εξής:

 

Ποντάρισμα  €909,00 + Δυνητικό κέρδος €1.000,00  = €1.909,00 

 

€1.909,00/  €909,00 =2.10

 

Όταν μια στοιχηματική εταιρεία αποδέχεται το στοίχημα της Manchester United σε απόδοση 1.909 είναι σαν να αποδέχεται ένα στοίχημα στην Crystal Palace σε απόδοση 2.10. Με άλλα λόγια η στοιχηματική εταιρεία πουλά την απόδοση 2.00 της Crystal Palace και αγοράζει το ίδιο σημείο (εν προκειμένου χάντικαπ +1.5) στην τιμή 2.10. Με την ίδια λογική πουλά την απόδοση της Manchester United σε απόδοση 1.909 και την αγοράζει στο 2.00.

 

Από τη στιγμή εκείνη που οι bookmakers οριοθετούν περιθώρια κέρδους για κάθε στοιχηματική αγορά που προσφέρουν βρίσκονται σε μια συνεχή-διαρκή κίνηση να πουλούν σε χαμηλή απόδοση και να αγοράζουν σε υψηλή. Αυτό έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα να καθίσταται εύκολο για κάθε bookmaker που λειτουργεί με επαγγελματικό τρόπο να παράξει ακαθάριστο κέρδος (δίχως να υπολογιστούν τα τυχόν κόστη) από το συνολικό στοιχηματικό τζίρο (turnover) ενός γεγονότος.

0 comments

Please login to write comments

Login