Αντιμετωπίζοντας το περιθώριο κέρδους της στοιχηματικής εταιρείας- Μέρος 1ο / Σύγκριση αποδόσεων
19 September, 2020

Από τη στιγμή που κάθε στοιχηματική εταιρεία εφαρμόζει ένα περιθώριο κέρδους για κάθε στοίχημα που δημοσιοποιεί και έτσι της δίδεται η δυνατότητα σε διαρκή βάση να αγοράζει σε χαμηλή τιμή και να πωλεί σε υψηλή γίνεται αντιληπτό-κατανοητό πως ο παίκτης βρίσκεται διαρκώς σε μειονεκτική θέση. Η πρώτη λοιπόν ερώτηση που εύλογα έρχεται στο μυαλό πολλών τζογαδόρων είναι πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την τακτική αυτή;

Αρχικά αυτό που θα πρέπει να επιδιώξουν είναι να μειώσουν το μέγεθος του περιθωρίου κέρδους. Αυτό συμβαίνει χρησιμοποιώντας πολλές στοιχηματικές εταιρείες και εξασφαλίζοντας πως τοποθετούν στοιχήματα στις βέλτιστες δυνατές τιμές απόδοσης.

Για να αποτυπώσουμε καλύτερα το παραπάνω θα επικεντρωθούμε στις αποδόσεις που παρέχουν οι στοιχηματικές εταιρείες σε μια υποτιθέμενη αναμέτρηση της Premier League μεταξύ των ποδοσφαιρικών σωματείων Leicester και  Bournemouth. Υπενθυμίζεται πως το συγκεκριμένο παράδειγμα χρησιμοποιήθηκε ως αναφορά και σε προηγούμενο άρθρο καταγράφοντας τη διαδικασία εκείνη σύμφωνα με την οποία ένας bookmaker αποκομίζει χρηματικά οφέλη.

Οι κλειστές στοιχηματικές αποδόσεις (closing odds) όπως αυτές παρουσιάζονται από πλευράς Pinnacle έχουν ως εξής:

Leicester 1.68

Draw 4.03

Bournemouth 5.40

 

Με τη σειρά της η στοιχηματική εταιρεία BWIN προσφέρει:

Leicester 1.65

Draw 4.20

Bournemouth 5.00

 

Αν τώρα εισαγάγουμε αυτά τα δεδομένα (δηλαδή τις αποδόσεις) στη μηχανή υπολογισμού με την ένδειξη περιθώριο κέρδους αποκαλύπτεται πως η Pinnacle εφαρμόζει ένα περιθώριο κέρδους της τάξεως του 2.78% ενώ το αντίστοιχο της BWIN ανέρχεται σε 4.23%. Με άλλα λόγια το ποσοστό περιθωρίου κέρδους της BWIN είναι σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με εκείνο της Pinnacle. Ωστόσο η αλήθεια είναι πως το κύριο ενδιαφέρον μας δεν έγκειται στο να επικεντρωθούμε στο περιθώριο κέρδους της κάθε στοιχηματικής εταιρείας αλλά περισσότερο στο ποσό αυτό που θα κληθούμε να δαπανήσουμε αν χρησιμοποιήσουμε τις καλύτερες αποδόσεις (από αυτές που φυσικά προσφέρουν οι δύο στοιχηματικές εταιρείες) για κάθε πιθανό αποτέλεσμα (νίκη γηπεδούχου, ισοπαλία, επικράτηση φιλοξενούμενου).

Εφαρμόζοντας τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους εύκολα διαπιστώνουμε πως αυτό συρρικνώνεται στο 1.82% (επιλέγουμε να στοιχηματίσουμε στην Pinnacle για τη νίκη της Leicester και της Bournemouth και στη BWIN προκειμένου η αναμέτρηση να ολοκληρωθεί ισόπαλη). Δηλαδή απλά αν επιλέξουμε και τις αποδόσεις ενός επιπρόσθετου bookmaker τότε το περιθώριο κέρδους μειώνεται περαιτέρω και δη σε ποσοστό περίπου 35%.

Τι θα συμβεί αν προσθέσουμε –στους υπολογισμούς μας- και άλλη μια στοιχηματική εταιρεία; Η Betsson για τον ίδιο αγώνα δίδει τις ακόλουθες τιμές:

Leicester 1.71

Draw 4.15

Bournemouth 5.10

 

Εισάγοντας αυτή τη φορά τις αποδόσεις της Betsson για τη νίκη της Leicester 1.71, της ισοπαλίας 4.20 όπως αυτή δίδεται από τη BWIN και το 5.40 της Pinnacle για την επικράτηση της Bournemouth, προκύπτει παραπέρα συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους της τάξεως του 0.80%. Όπως διαπιστώνουμε επιλέγοντας τις καλύτερες αποδόσεις –για κάθε πιθανό αποτέλεσμα- τριών bookmakers το περιθώριο κέρδος μειώνεται πάνω από 70%.

Δε μπορώ να μαντέψω με ακρίβεια πόσες στοιχηματικές εταιρείες προσφέρουν το συγκεκριμένο αγώνα αλλά θα μείνω έκπληκτος αν δεν είναι χιλιάδες. Επίσης δεν έχω την παραμικρή ιδέα σε πόσες από αυτές θα είχατε τη δυνατότητα να ποντάρεται ή θα ελκυόσασταν να δαπανήσετε (στις συγκεκριμένες εταιρείες) μέρος των χρημάτων σας. Ωστόσο γνωρίζω πως πολλοί τζογαδόροι (punters) θα είχαν πρόσβαση –στην προσπάθειά τους να στοιχηματίσουν στον αγώνα Leicester-Bournemouth- σε πάμπολλες στοιχηματικές εταιρείες και αφού θα αξιολογούσαν τις τιμές των αποδόσεων θα μπορούσαν να περιορίσουν το περιθώριο κέρδους πολύ πιο κάτω από το 2.78% της Pinnacle.

Αυτό που ουσιαστικά πραγματεύεται το συγκεκριμένο άρθρο δεν είναι να παροτρύνει τον πελάτη να μετατραπεί σε παίκτη που θα υιοθετήσει τη στρατηγική του arbitrage και έτσι να βρίσκει σίγουρα στοιχήματα νίκης αλλά περισσότερο στο να καταδείξει ότι είναι πολύ πιο εύκολο να βρει στοιχηματικά γεγονότα υψηλής προστιθέμενης αξίας (value bet) αν αποκτήσει την ικανότητα να περιορίζει το περιθώριο κέρδους που αρχικά καλείται να αντιμετωπίσει.

Η καλύτερη μέθοδος για να εξασφαλίσεις πως θα λάβεις τις βέλτιστες δυνατές τιμές είναι να επισκεφθείς μια ιστοσελίδα σύγκρισης στοιχηματικών αποδόσεων. Ένα τέτοιο ιστολόγιο θα κατατάξει τις αποδόσεις πολλών στοιχηματικών εταιρειών με τέτοιο τρόπο που θα ευνοείται η αναζήτηση από πλευράς επίδοξου παίκτη και έτσι ο τελευταίος δίχως να καταβάλλει ουσιαστικό κόπο θα εντοπίσει τις υψηλότερες αυτών (τιμές απόδοσης). Βέβαια η αλήθεια είναι πως δεν καλύπτονται με επαρκή τρόπο όλα τα αθλήματα και οι στοιχηματικές εταιρείες. Αν το άθλημα στο οποίο εσείς κυρίως τοποθετείτε τα στοιχήματά σας χαρακτηρίζεται ως περιθωριακό (δηλαδή μη ιδιαιτέρως δημοφιλές) τότε θα πρέπει να αναλωθείτε με την προσπάθεια περαιτέρω ανάλυσης-επεξεργασίας των αποδόσεων.

Αφού λοιπόν το περιθώριο έχει μειωθεί/συρρικνωθεί τότε τι γίνεται ; Από τι στιγμή που συνεχίζει να υφίσταται, δεν εξακολουθεί ο παίκτης να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση;

 

Η απάντηση είναι ότι αυτό είναι αληθές και βρίσκει πεδίο εφαρμογής για όλες τις στοιχηματικές προτάσεις. Ωστόσο μερικές φορές θα ανακαλύψει – ο παίκτης- πως χρησιμοποιώντας τις υψηλότερες διαθέσιμες στοιχηματικές αποδόσεις δε θα περιορίσει μόνο το περιθώριο κέρδους αλλά κυρίως θα λάβει ένα τέτοιο της αρεσκείας του. Για να γίνει κατανοητό ας υποθέσουμε πως η στοιχηματική εταιρεία Betsson προσφέρει τη νίκη της γηπεδούχου Leicester όχι στο 1.71 αλλά στην τιμή 1.75. Τώρα προσφέρεται η ευκαιρία μια σίγουρης νίκης (sure win). Αυτό που απλά θα πρέπει ο παίκτης να πράξει είναι να τοποθετήσει τα χρηματικά του κεφάλαια με τρόπο αναλογικό στα τρία πιθανά αποτελέσματα. Έτσι θα εξασφαλίσει περιθώριο κέρδους της τάξεως του 0.53%. Θέτοντας αλλιώς θα τονίζαμε πως το 0.53% είναι ένα περιθώριο κέρδους της αρεσκείας του.

Τα στοιχήματα με τη μέθοδο του arbitrage (δηλαδή της αναλογικής τοποθέτησης χρημάτων έτσι ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη σίγουρου κέρδους) είναι ευρέως διαδεδομένα. Υπάρχουν πολλοί διαδικτυακοί πάροχοι που προσφέρουν πληροφόρηση –στους συνδρομητές τους-αναφορικά με την εύρεση στοιχημάτων που δύναται να υποπέσουν σε καθεστώς arbitrage. Με τον εντοπισμό ενός τέτοιου γεγονότος ειδοποιούν άμεσα τους συνδρομητές έτσι ώστε έγκαιρα αυτοί με τη σειρά τους να τοποθετήσουν τα στοιχήματα στις αποδόσεις που υπάρχουν και προτού αυτές τροποποιηθούν. Βέβαια οι ευκαιρίες για arbitrage είναι περιορισμένες στο χρόνο αφού οι στοιχηματικές εταιρείες (αρκεί και μία εξ αυτών) θα διαμορφώσουν τις τιμές απόδοσης εξαλείφοντας την πιθανότητα νίκης.  

Σε πολλές περιστάσεις αυτή η στοιχηματική πρακτική δε μπορεί να είναι βιώσιμη για τον παίκτη διότι οι στοιχηματικές εταιρείες αποστρέφονται τέτοιου είδους πελάτες. Έτσι σύντομα φροντίζουν να περιορίζουν τα στοιχηματικά όρια που μπορεί ένα τέτοιο άτομο-τζογαδόρος να ποντάρει. Αυτού του είδους ο στοιχηματισμός (arbitrage betting) έχει αναλυθεί επαρκώς από άλλους και εγώ δεν είμαι ο πλέον ειδικός να μιλάω διότι η αλήθεια είναι πως δεν έχω εντρυφήσει στη συγκεκριμένη παικτική τακτική. Αν ωστόσο εσείς ως αναγνώστες ενδιαφέρεστε για επιπρόσθετες πληροφορίες δεν έχετε παρά να επισκεφθείτε –με τη βοήθεια διαφόρων μηχανών αναζήτησης- διάφορα σχετικά portals και ιστοσελίδες.  

Αυτό που ουσιαστικά πραγματεύεται το συγκεκριμένο άρθρο δεν είναι να παροτρύνει τον πελάτη να μετατραπεί σε παίκτη που θα υιοθετήσει τη στρατηγική του arbitrage και έτσι να βρίσκει σίγουρα στοιχήματα νίκης αλλά περισσότερο στο να καταδείξει ότι είναι πολύ πιο εύκολο να βρει στοιχηματικά γεγονότα υψηλής προστιθέμενης αξίας (value bet) αν αποκτήσει την ικανότητα να περιορίζει το περιθώριο κέρδους που αρχικά καλείται να αντιμετωπίσει. Η καλύτερη μέθοδος για να το επιτύχει είναι να τοποθετεί στοιχήματα σε πολλές εταιρείες και συνειδητά να μεριμνά έτσι ώστε να επιδιώκει να αγοράζει τις καλύτερες δυνατές τιμές αποδόσεων. Ποντάροντας στις βέλτιστες δυνατές αποδόσεις κατορθώνει ο παίκτης να περικόψει το περιθώριο κέρδους και άρα η αποστολή του να επικρατήσει ενός bookmaker κρίνεται πιο εφικτή-πιθανή.

Τοποθετώντας κάποιος μονά στοιχήματα και επιλέγοντας με τυχαίο τρόπο σε ποια πιθανά αποτελέσματα θα ποντάρει, σε μακροπρόθεσμο επίπεδο θα του κοστίσει το περιθώριο κέρδους της αγοράς που επικεντρώνεται. Αν κάποιος δε χαρακτηρίζεται ως επαγγελματίας τζογαδόρος αλλά ασχολείται με το στοίχημα για λόγους αναψυχής τότε θα του είναι πιο διασκεδαστικό να ποντάρει σε πολλούς bookmakers επιλέγοντας τις υψηλότερες δυνατές τιμές αποδόσεων. Έτσι όπως διαπιστώσαμε παραπάνω θα κατορθώσει να προβεί σε μείωση του αρχικού περιθωρίου κέρδους.

Αν όμως δεν είναι παίκτης που ασχολείται με το στοίχημα για ψυχαγωγικούς λόγους τότε καθίσταται εμφανές ότι δεν επιλέγει με τυχαίο τρόπο τα στοιχηματικά γεγονότα στα οποία θέλει να τοποθετήσει τα χρηματικά του διαθέσιμα. Προφανώς θα υπάρχουν μια σειρά από λόγους γιατί επιλέγει να ποντάρει σε ένα συγκεκριμένο πιθανό αποτέλεσμα. Για να μπορέσει ωστόσο να χαρακτηριστεί επιτυχημένος θα πρέπει να είσαι σε θέση να ποσοτικοποιεί καλύτερα από ότι κάνει η αγορά τις διάφορες ευκαιρίες επαλήθευσης των πιθανών αποτελεσμάτων. Αν το περιθώριο κέρδους στο οποίο ποντάρει χαρακτηρίζεται μεγάλο, θα χρειαστεί να είναι πολύ καλύτερος από την αγορά για να αποτιμήσει την πιθανότητα των διαφορετικών στοιχηματικών προτάσεων και έτσι σε μακροπρόθεσμη βάση να καταγράψει κέρδος-οφέλη. Αν τώρα το περιθώριο κέρδους είναι μικρό αρκεί απλά να είναι οριακά καλύτερος.

Με άλλα λόγια και συνοψίζοντας αν κατορθώσει (ο παίκτης) να περιορίσει-συρρικνώσει το περιθώριο κέρδους τότε θα είναι ευκολότερο να μετατραπεί σε έναν κερδοφόρο παίκτη-πελάτη (punter).

0 comments

Please login to write comments

Login